λαμπάδη

λαμπάδη
λαμπάδη, ἡ (Α)
λύχνος, λαμπάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λαμπάς, -άδος, πιθ. από επίδραση τού α' σύνθ. λαμπάδα- συνθέτων, όπως λαμπαδη-δρομία, λαμπαδη-φορία κ.τ.ό.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καματηφόρος — καματηφόρος, ον (Α) αυτός που επιφέρει κάματο, κόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + φόρος (< φέρω), κατά το πρότυπο τών θανατη φόρος, λαμπαδη φόρος, τών οποίων το η οφείλεται σε μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • κραδηφορία — κραδηφορία, ἡ (Α) το να κρατάει κάποιος κλαδιά συκιάς κατά τη διάρκεια μιας εορτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «κλαδί» + φορία (< φορῶ < φόρος < φόρος < φέρω), πρβλ. ανθο φορία, λαμπαδη φορία] …   Dictionary of Greek

  • πενθηφορώ — και πενθοφορώ, έω 1. φορώ πένθιμα ρούχα, μαυροφορώ 2. φέρω τα εξωτερικά σημάδια τού πένθους, δηλ. μαύρη ταινία στον βραχίονα ή στο καπέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + φορώ (< φόρος < φέρω) κατά τα λαμπαδη φορώ, δαφνηφορώ, στεφανη φορώ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”